- ἀφίξαι
- ἀφίζωrise from one's seataor inf actἀφίξαῑ , ἀφίζωrise from one's seataor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀφῖξαι — ἀφῖ̱ξαι , ἀφικνέομαι arrive at perf ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηνικάδε — Α επίρρ. 1. τότε ακριβώς («τηνικάδε πιστεύσαντες τοῑς λεγομένοις παρέδοσαν τήν πόλιν», Πολ.) 2. τέτοια ώρα, τόσο νωρίς («τί τηνικάδε ἀφῑξαι, ὦ Κρίτων, ἤ οὐ πρῴ ἔτι ἐστίν;» Πλάτ.) 3. τέτοια ώρα ή τέτοια εποχή (α. «αὔριον τηνικάδε», Αιλ. β.… … Dictionary of Greek